- ισόβαθμος
- -η, -όισοβάθμιος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + βαθμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων/νο Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισοβάθμιος — ια, ιο αυτός που έχει τον ίδιο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόβαθμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ιω. Αργυριάδη] … Dictionary of Greek
ομόστοιχος — ὁμόστοιχος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια γραμμή ή στην ίδια τάξη με άλλον 2. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, στην ίδια κατηγορία με άλλον, ισότιμος, ισόβαθμος. επίρρ... ὁμοστοίχως (ΑΜ) 1. κατά την ίδια σειρά, κατά την ίδια… … Dictionary of Greek
υποφαρμακοποιός — ο, Ν στρ. φαρμακοποιός τού στρατού, ισόβαθμος με τον υπολοχαγό τού στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαρμακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
αρχίατρος, ο — αρχίατρος, ο, η υγειονομικός αξιωματικός ισόβαθμος με αντισυνταγματάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενωμοτάρχης, ο — και (ε)νωματάρχης, ο υπαξιωματικός της χωροφυλακής, ισόβαθμος με το λοχία (αν είναι β τάξης) και με τον επιλοχία του στρατού ξηράς (αν είναι α τάξης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοβάθμιος — ισοβάθμιος, α, ο και ισόβαθμος, η, ο αυτός που έχει τον ίδιο βαθμό με κάποιον άλλο: Ισοβάθμιοι υπάλληλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλοίαρχος — ο 1. κυβερνήτης του πλοίου. 2. ανώτερος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού ισόβαθμος με το συνταγματάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)